ἀ-κρᾱτίζομαι

ἀ-κρᾱτίζομαι

ἀ-κρᾱτίζομαι (ἄκρᾱτος), med., nicht mit Wasser vermischten Wein trinken, dah. (Schol. Theocr. 1, 49 πρωΐας ἔτι οὔσης ὀλίγον τινὰ ἐσϑίομεν ἄρτον καὶ ἄκρατον οἶνον πίνομεν) frühstücken, Comm. frg. bei Ath. I, 11 c; ἀκρατιοῦμαι μικρόν u. κοκκύμηλα ἠκρατίσω Ar. bei Poll. 6, 24. Bei Ar. Plut. 295 läuft τράγοι δ' ἀκρατιεῖσϑε auf einen obscoenen Witz hinaus. S. Schol.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρατιζόμεθα — κρατίζομαι pres ind mp 1st pl κρατίζομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατίζει — κρατίζομαι pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατίζω — (Μ κρατίζω) 1. κρατώ 2. συγκρατώ, εμποδίζω, σταματώ νεοελλ. παρακρατώ μσν. 1. κατακρατώ, αρπάζω, κλέβω κάτι 2. μέσ. κρατίζομαι κατέχομαι από σκέψη, συλλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκράτησα (κρατῶ) κατά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”