- ἀ-κρᾱτισμός
ἀ-κρᾱτισμός, ὁ, das Frühstücken, Ath. 1, 11 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κρᾱτισμός, ὁ, das Frühstücken, Ath. 1, 11 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατισμός — (I) και κρατικισμός, ο θεωρία που υποστηρίζει τις παρεμβάσεις τού κράτους στην οικονομική και κοινωνική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. etatisme < γαλλ. etat «κράτος» + isme]. (II) κρατισμός, ὁ (Μ) [κρατίζω] συγκρατημός … Dictionary of Greek
ετατισμός — ο πολιτική θεωρία κατά την οποία όλες οι κοινωνικές λειτουργίες πρέπει να υπάγονται στην άμεση εποπτεία και διεύθυνση τού κράτους, ο κρατισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. etatisme < etat «κράτος») βλ. και κρατισμός] … Dictionary of Greek