- ἀερί-οικος
ἀερί-οικος, Eubul. bei Ath. III, 113 e, in freier Luft wohnend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀερί-οικος, Eubul. bei Ath. III, 113 e, in freier Luft wohnend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυκίοικος — ὁ, Α αυτός που κατοικεί ανάμεσα στα φύκη, δηλαδή ο Ποσειδώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. τού φῦκος + οικος (< οἶκος), πρβλ. ἀερί οικος, χαλκί οικος] … Dictionary of Greek
ορείοικος — ὀρείοικος και ὀρεσίοικος και οὐρεσίοικος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσί (βλ. λ. όρος [II]) + οικος (< οἶκος), πρβλ. αερί οικος] … Dictionary of Greek