- ἀκρίβωμα
ἀκρίβωμα, τό, genaue Kenntniß, Diog. L. 10, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρίβωμα, τό, genaue Kenntniß, Diog. L. 10, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακρίβωμα — ἀκρίβωμα, το (Α) [ἀκριβῶ] 1. (στον Επίκουρο) η ακριβής γνώση 2. (στη μουσική) η σωστή ερμηνεία στην εκτέλεση … Dictionary of Greek
ἀκρίβωμα — exact knowledge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβωμάτων — ἀκρίβωμα exact knowledge neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβώματα — ἀκρίβωμα exact knowledge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβώματος — ἀκρίβωμα exact knowledge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβώ — ἀκριβῶ ( όω) (ΑΜ) 1. ερευνώ προσεκτικά, είμαι βέβαιος, διαπιστώνω, εξακριβώνω 2. (και παθ. και μσν. το μέσ.) ανταποκρίνομαι σε κάτι με ακρίβεια, είμαι ακριβής ή τέλειος αρχ. 1. κάνω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, κατασκευάζω κάτι τέλειο 2. τακτοποιώ,… … Dictionary of Greek