ὀκρίς

ὀκρίς

ὀκρίς, ίδος, fem. zu ὀκριόεις, ὀκρίδα φάραγγα, Aesch. Prom. 1018.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οκρίς — ὀκρίς, ίδος, ό, ἡ (Α) [όκρις] αυτός που έχει πολλές προεξοχές, που έχει τραχεία επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • όκρις — ὄκρις, ιος, ἡ (Α) 1.. ακανόνιστη προεξοχή 2. τραχεία επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ak «αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός» (πρβλ. ἄγω: ὄγμος) και αντιστοιχεί ακριβώς με λατ. ocris πετρώδης, απότομος βράχος,… …   Dictionary of Greek

  • ὀκρίς — ὄκρις jagged point nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκρις — ὄκρῑς , ὄκρις jagged point fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὄκρις jagged point fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρίδα — ὄκρις jagged point neut nom/voc/acc pl ὄκρις jagged point masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρίδας — ὄκρις jagged point masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • острый — остр, остра, остро, диал. вωстрой, востёр, укр. острий, гострий, блр. востры, др. русск., ст. слав. остръ ὀξύς (Супр., Остром.), болг. остър, чак. о̏шта̑р, оштра̏, о̏штро, словен. ostǝr, ostra, ostro, чеш., слвц. ostry, польск. ostry, в. луж.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Аблаут в праиндоевропейском языке — Аблаут в праиндоевропейском языке  система регулярных чередований гласных, существовавшая в самом праязыке и перешедшая в его потомки. Термин аблаут (от нем. Ablaut, тж. нем. Abstufung der Laute «чередование звуков»[1]; также… …   Википедия

  • οκρίβαντας — ο (ΑΜ ὀκρίβας) τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο μσν. μτφ. υπερυψωμένος τόπος αρχ. 1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια τού… …   Dictionary of Greek

  • οκριάζω — ὀκριάζω (Α) [όκρις] είμαι τραχύς ή οργισμένος …   Dictionary of Greek

  • οκριοειδής — ὀκριοειδής, ές (Α) αυτός που έχει ανώμαλη, τραχεία επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «τραχεία επιφάνεια» + συνδετικό φωνήεν ο + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”