γράμματος — γράμμα that which is drawn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγράμματος — εὐγράμματος, ον (ΑΜ) μσν. γραμματισμένος, μορφωμένος αρχ. καλλιγράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γραμματος (< γράμμα, ατος), πρβλ. εγ γράμματος, μονο γράμματος] … Dictionary of Greek
λιπογράμματος — λιπογράμματος, ον (Μ) αυτός από τον οποίο λείπει γράμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γράμματος (< γράμμα), πρβλ. α γράμματος, ευ γράμματος] … Dictionary of Greek
πει — (I) και πι, το / πεῑ, και πῑ, ΝΜΑ η ονομασία τού γράμματος π. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική τού γράμματος pē τού βορειοσημιτικού αλφαβήτου που σήμαινε αρχικά το «στόμα». Η αρχική απόδοση τού πεῖ ήταν με νόθο δίφθογγο / ē / ενώ η γρφ. πῖ είναι… … Dictionary of Greek
άλεφ — Το πρώτο γράμμα του φοινικικού, του εβραϊκού και του αραβικού αλφάβητου. Στο εβραϊκό αλφάβητο, αν και αρχικά το θεωρούσαν σύμφωνο, από τον 8o αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση των φωνηέντων α, ε, ι και ο. Στη σημειογραφία των κωδίκων με το… … Dictionary of Greek
γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα … Dictionary of Greek
ομογράμματος — ὁμογράμματος, ον (Μ) (για λέξη ή στίχο ή έκφραση) αυτός που έχει τα ίδια γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γράμματος (< γράμμα, ατος), πρβλ. μονο γράμματος] … Dictionary of Greek
πολυγράμματος — η, ο / πολυγράμματος, ον, ΝΜΑ (για λέξη) αυτός που αποτελείται από πολλά γράμματα αρχ. 1. αυτός που είναι σημαδεμένος με πολλά γράμματα, ο στιγματίας 2. αυτός που γνωρίζει πολλά γράμματα, μορφωμένος, πολυμαθής («πολυγράμματος καὶ μεμουσωμένος»,… … Dictionary of Greek
σίγμα — το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.) νεοελλ. 1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση… … Dictionary of Greek
σιγματίζω — ΝΜ [σίγμα] νεοελλ. παρουσιάζω τραυλισμό στην προφορά τού γράμματος σίγμα μσν. δημιουργώ ή παρουσιάζω σιγματισμό, παρήχηση τού γράμματος σ … Dictionary of Greek
σιγματισμός — ο, Ν [σιγματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγματίζω, η χρησιμοποίηση τού γράμματος σ κατά τη γραφή 2. η συχνή επανάληψη τού γράμματος σ σε μια φράση, ώστε να υπάρχει παρήχηση, όπως λ.χ. ο στίχος στη Μήδεια τού Ευριπίδου «σέσωκά σ ὡς… … Dictionary of Greek