- ἀκρο-θώραξ
ἀκρο-θώραξ, ᾱκος, ὁ, mit leichtem Rausche, dem σφόδρα μεϑύων entgegengesetzt, Arist. Probl. 3, 2; Plut. Symp. 3, 8; Luc. Lex. 8; vgl. Diph. Ath. X, 421 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-θώραξ, ᾱκος, ὁ, mit leichtem Rausche, dem σφόδρα μεϑύων entgegengesetzt, Arist. Probl. 3, 2; Plut. Symp. 3, 8; Luc. Lex. 8; vgl. Diph. Ath. X, 421 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακροθώραξ — ἀκροθώραξ ( ακος) και ἀκροθώρηξ, ο, η (Α) αυτός που βρίσκεται σε μέτρια κατάσταση μέθης, ο ελαφρά μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + θώραξ < θωρήσσω «μεθώ»] … Dictionary of Greek