- ἀκρο-μέθυσος
ἀκρο-μέθυσος, Erkl. von ἀκροϑώραξ, Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-μέθυσος, Erkl. von ἀκροϑώραξ, Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακρομέθυσος — ἀκρομέθυσος, ον (Μ) ο ακροθώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + μέθυσος] … Dictionary of Greek