ἀερο-βάτης

ἀερο-βάτης

ἀερο-βάτης, , Lustwandler, p. bei Plut. pr. frig. 17, vonden Winden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… …   Dictionary of Greek

  • καλωβατώ — καλωβατῶ, έω (Α) βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + βατῶ (< βάτης ή βατος < βαίνω), πρβλ. αερο βατώ, ουρανο βατώ] …   Dictionary of Greek

  • νεφελοβατώ — (Μ νεφελοβατῶ, έω) περπατώ πάνω στα σύννεφα νεοελλ. μτφ. είμαι έξω από την πραγματικότητα, αεροβατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. ο + βατώ (< βάτης, < βαίνω), πρβλ. αερο βατώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”