- ἀερο-νηχής
ἀερο-νηχής, ές, die Luft durchschwimmend, οἰωνοί Ar. Nub. 337.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀερο-νηχής, ές, die Luft durchschwimmend, οἰωνοί Ar. Nub. 337.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… … Dictionary of Greek