- ἀκρο-κιόνιον
ἀκρο-κιόνιον, τό, Spitze der Säule, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-κιόνιον, τό, Spitze der Säule, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλοκιόνιον — κεφαλοκιόνιον, τό (Μ) κιονόκρανο, κεφαλοκόλονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κιόνιον (< κιόνιον < κίων), πρβλ. ακρο κιόνιον, μετα κιόνιον] … Dictionary of Greek
μετακιόνιο — το (Α μετακιόνιον) το κενό διάστημα μεταξύ δύο κιόνων, το μεσόστυλο, το μεσοστύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κιόνιον (< κίων, κίονος), πρβλ. ακρο κιόνιον] … Dictionary of Greek
ακροκιόνιο — το (Α ἀκροκιόνιον) η κορυφή τού κίονος, το κιονόκρανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀκρο (Ι) + κιόνιον < κίων] … Dictionary of Greek