- ἀκρο-νύκτιος
ἀκρο-νύκτιος, im Spätaufgange, von Sternen, Maneth. 5, 177.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-νύκτιος, im Spätaufgange, von Sternen, Maneth. 5, 177.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισονύκτιος — ἰσονύκτιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει νύχτες ίσες κατά διάρκεια με τις ημέρες, ισόμερος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσονύκτιον η ισονυκτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + νύκτιος (< νύξ, νυκτός), πρβλ. ακρο νύκτιος, μεσο νύκτιος] … Dictionary of Greek
ακρονύκτιος — α, ο και ακρόνυχτος, η, ο (AM ἀκρονύκτιος, ιον, Α και ἀκρόνυκτος, ον) αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή τής νύχτας, στο σούρουπο νεοελλ. (το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο τα ξημερώματα, την αυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νύκτιος <… … Dictionary of Greek