- ἀγρηνόν
ἀγρηνόν, τό, Jagdnetz, Poll. 4, 116; auch ein netzförmiges wollenes Oberkleid der Wahrsager, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρηνόν, τό, Jagdnetz, Poll. 4, 116; auch ein netzförmiges wollenes Oberkleid der Wahrsager, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρηνόν — net neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρηνόν ή άγρηνον — Δικτυωτό μάλλινο ένδυμα που φοριόταν πάνω από την εσθήτα που περιέβαλλε όλο το σώμα. Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο το φορούσαν οι υποκριτές και ιδιαίτερα οι μάντεις. Κατά τον Ησύχιο τον Αλεξανδρέα, το α. φοριόταν από τους συνοδούς του Διόνυσου (τους … Dictionary of Greek
ἀγρηνά — ἀγρηνόν net neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek