- ἀκρο-χλίαρος
ἀκρο-χλίαρος, -χλίερος, obenauf warm, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-χλίαρος, -χλίερος, obenauf warm, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακροχλίαρος — ἀκροχλίαρος και χλίερος, ον (Α) ο λίγο ζεστός, χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + χλιαρός] … Dictionary of Greek