- προ-ποδ-ηγέτης
προ-ποδ-ηγέτης, ὁ, = προποδηγός (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ποδ-ηγέτης, ὁ, = προποδηγός (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προηγέτης — δωρ. τ. προαγέτης, ὁ, θηλ. προηγέτις, ιδος, Α αυτός που προπορεύεται ως οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ηγέτης (< ἡγοῦμαι), πρβλ. ποδ ηγέτης] … Dictionary of Greek