- ἀκρο-φανής
ἀκρο-φανής, ές, den Gipfel beleuchtend, ἠώς Nonn. D. 40, 383; vom Pfeile, zuerst erscheinend, 37, 735 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-φανής, ές, den Gipfel beleuchtend, ἠώς Nonn. D. 40, 383; vom Pfeile, zuerst erscheinend, 37, 735 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακραιφνής — ές (Α ἀκραιφνής) καθαρός, ανόθευτος, αγνός, γνήσιος νεοελλ. άδολος, ανυστερόβουλος, ειλικρινής αρχ. άθικτος, ανέπαφος, απαραβίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη τών σχολιαστών ότι η λ. ἀκραιφνὴς προέρχεται από αρχικό τ. *ἀκεραιο φανὴς <… … Dictionary of Greek
ακροφανής — ές (Α ἀκροφανὴς) νεοελλ. (το θηλ. ως ουσ. στη Ναυτ. ορολογία) η ακροφανής η ακτή που μόλις διαφαίνεται στο βάθος τού ορίζοντα αρχ. αυτός που μόλις διακρίνεται στην άκρη ή στην κορυφή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + φανὴς < ἐφάνην, φαίνομαι] … Dictionary of Greek