- ἀκρο-φύλαξ
ἀκρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Burgwart, Polyb. 5, 50, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Burgwart, Polyb. 5, 50, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακροφύλαξ — ἀκροφύλαξ ( ακος), ο (Α) φρούραρχος, φρουρός ακρόπολης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + φύλαξ] … Dictionary of Greek