- ἀκρο-φυής
ἀκρο-φυής, ές, mit hohen Anlagen, πρός τι, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-φυής, ές, mit hohen Anlagen, πρός τι, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακροφυής — ἀκροφυής, ὲς (AM) μσν. αυτός που έχει ευγενική καταγωγή ή ανατροφή αρχ. αυτός που φύτρωσε στην άκρη του κλαδιού ἀκροφυῶς επίρρ. μσν. τελείως, χωρίς καμιά έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + φυὴς < φύος, το ή φυὴ < φύομαι, φύω] … Dictionary of Greek