- ἀγροτήρ
ἀγροτήρ, κοῦρος, der ländliche, heißt Merkur, Eur. El. 463.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγροτήρ, κοῦρος, der ländliche, heißt Merkur, Eur. El. 463.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγροτήρ — ἀγροτήρ ( ῆρος), ο (θηλ. ότειρα) (Α) [ἀγρός] 1. αγρότης (Ι) 2. το θηλ. ως επίθ. αγροτική, χωριάτικη … Dictionary of Greek
ἀγροτῆρι — ἀγροτήρ rustic masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότειραν — ἀγροτήρ rustic fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek