ἀκρο-τενής, ές, in die Höhe (gespannt), Nonn. D. 7, 309.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυτενής — ὀξυτενής, ές (Α) μυτερός, σουβλερός, με οξύ άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τενής (< *τένος < τείνω), πρβλ. ευθυ τενής] … Dictionary of Greek
ακροτενής — ἀκροτενὴς ( οῡς), ὲς αυτός που φτάνει στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + τενὴς (< *τένος < τείνω)] … Dictionary of Greek