- ἀκρο-σαπής
ἀκρο-σαπής, ές, oben verwesend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-σαπής, ές, oben verwesend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημισαπής — ἡμισαπής, ές (Α) αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακρο σαπής, α σαπής] … Dictionary of Greek
ακροσαπής — ἀκροσαπής, ὲς (Α) αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι] … Dictionary of Greek