- ἀκρο-στήθιον
ἀκρο-στήθιον, τό, die obere Brust, Arist. physiogn. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-στήθιον, τό, die obere Brust, Arist. physiogn. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακροστήθιον — ἀκροστήθιον, το (Α) το κατώτατο σημείο, η άκρη τού στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + στηθίον, υποκορ. < στῆθος] … Dictionary of Greek