- ἀκρο-πολεύω
ἀκρο-πολεύω, hoch wandeln, Maneth. 4, 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-πολεύω, hoch wandeln, Maneth. 4, 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακροπολεύω — ἀκροπολεύω (Α) περνάω το άκρο, την κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πολεύω «περιφέρομαι, κινούμαι, διαμένω»] … Dictionary of Greek