- ἀγρι-έλαιος
ἀγρι-έλαιος, ἡ, wilder Oelbaum, Theocr. 7, 18. 25, 21; Theophr. – Auch adj., σκυτάλη, vom wilden Oelbaum, Eryc. 4 (IX, 237).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρι-έλαιος, ἡ, wilder Oelbaum, Theocr. 7, 18. 25, 21; Theophr. – Auch adj., σκυτάλη, vom wilden Oelbaum, Eryc. 4 (IX, 237).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιέλαιος — (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, ον) ήμερη, καλλιεργημένη ελιά μσν. ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι έλαιος, φιλ… … Dictionary of Greek