ἀγριμαῖος

ἀγριμαῖος

ἀγριμαῖος, wild, Ptol. bei Ath. XII, 549 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγριμαίος — ἀγριμαῑος, α, ον (Α) [ἄγρα] 1. ο άγριος, σε αντίθεση προς τον ήμερο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγριμαῑον σάρκα άγριων ζώων, το θήραμα, το κυνήγι …   Dictionary of Greek

  • ἀγριμαίων — ἀγριμαῖος wild fem gen pl ἀγριμαῖος wild masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγριμαίοις — ἀγριμαῖος wild masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… …   Dictionary of Greek

  • αγρίμι — Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος. * * * το (Μ ἀγρίμιν) 1. κάθε τετράποδο… …   Dictionary of Greek

  • κλεψίμι — το το πράγμα που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίο, κλεψιμαίικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κλεψιμαῖος (πρβλ. αγρίμι < αγριμαίος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”