- ἀκρεμονικός
ἀκρεμονικός, mit langen Zweigen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρεμονικός, mit langen Zweigen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακρεμονικός — ἀκρεμονικός, ή, ὸν (Α) [ἀκρέμων] αυτός που έχει ακρεμόνας, διακλαδώσεις … Dictionary of Greek
ἀκρεμονικαῖς — ἀκρεμονικός branching fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρεμονικοί — ἀκρεμονικός branching masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρεμών — ἀκρεμὼν ( όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων) μσν. (για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης) αρχ. 1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά 2. η άκρη τού κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι 3. (γενικότερα) το άκρο «κεράων ὰκρεμόνες… … Dictionary of Greek
ἀκρεμονικάς — ἀκρεμονικά̱ς , ἀκρεμονικός branching fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)