- ἀγρι-ελαία
ἀγρι-ελαία, ἡ, Diosc., = dem folgenden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρι-ελαία, ἡ, Diosc., = dem folgenden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιέλαιος — (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, ον) ήμερη, καλλιεργημένη ελιά μσν. ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι έλαιος, φιλ… … Dictionary of Greek