- ἀγριό-θῡμος
ἀγριό-θῡμος, wilden Sinnes, Orph. H. 11, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγριό-θῡμος, wilden Sinnes, Orph. H. 11, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεόθυμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει χάλκινη ψυχή, σταθερό, ακλόνητο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + θυμός «ψυχή, φρόνημα» (πρβλ. ἀγριό θυμος)] … Dictionary of Greek
αγριόθυμος — ἀγριόθυμος, ον (AM) όποιος έχει άγρια ψυχή, άγριο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + θυμός] … Dictionary of Greek
θυμώδης — (I) θυμώδης, ες (Α) [θύμον] αυτός που μοιάζει με το θυμάρι. (II) ες (ΑΜ θυμώδης) [θυμός] ευέξαπτος, οξύθυμος, αψύς, οργίλος, ευερέθιστος μσν. 1. οξύς, ορμητικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμῶδες η ἔξαψη αρχ. (για ζώα) άγριος, ατίθασος, δυσήνιος.… … Dictionary of Greek