ἀγριό-μορφος

ἀγριό-μορφος

ἀγριό-μορφος, von wilder Gestalt, Orph. Arg. 978, wo Schneid. ἀκριτόμ. änderte.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόμορφος — η, ο (Α κακόμορφος, ον) αυτός που έχει κακή μορφή, άσχημος, κακοφτειαγμένος, κακοκαμωμένος. επίρρ... κακομόρφως (Α) με κακόμορφο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. αγριό μορφος, ποικιλόμορφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”