- ἀ-κριτί
ἀ-κριτί, ohne Urtheil u. Recht, ἀποϑνήσκειν, hingerichtet werden, Lys. bei Stob. flor. 46, 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κριτί, ohne Urtheil u. Recht, ἀποϑνήσκειν, hingerichtet werden, Lys. bei Stob. flor. 46, 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλασμα — το (Α κόλασμα) [κολάζω] νεοελλ. 1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης 2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός αρχ. κολασμός, τιμωρία («κόλασμα τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.) … Dictionary of Greek
οινοφόρος — ο, θηλ. και α (Α οἰνοφόρος, ον) 1. αυτός που περιέχει οίνο («οἰνοφόρος κύλιξ», Κριτί.) 2. αυτός που παράγει οίνο, οινοπαραγωγός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰνοφόρον (ενν. σκεύος ή αγγείον) σκεύος για μεταφορά κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φόρος*] … Dictionary of Greek
τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… … Dictionary of Greek
ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… … Dictionary of Greek