- ἀγρεσία
ἀγρεσία, ἡ, Jagd, Leon. Tar. 19 (VI, 13).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρεσία, ἡ, Jagd, Leon. Tar. 19 (VI, 13).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρεσία — ἀγρεσίᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc/acc dual ἀγρεσίᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀγρεσίᾱ , ἀγρεσία fem nom/voc/acc dual ἀγρεσίᾱ , ἀγρεσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαγρεσία — εὐαγρεσία, ἡ (Α) επιτυχής άγρα, ευτυχές, επιτυχημένο κυνήγι, ευαγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγρεσία, παράλλ. τ. τού άγρα «κυνήγι»] … Dictionary of Greek
συαγρεσία — ἡ, Α κυνήγι αγριόχοιρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + αγρεσία (< ἄγρα «κυνήγι»)] … Dictionary of Greek
ἀγρεσίης — ἄγρα hunting fem gen sg (epic ionic) ἀγρεσία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)