- ἀ-κρατία
ἀ-κρατία, ἡ, att., Thuic.; Plat., Nebenform von ἀκράτεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κρατία, ἡ, att., Thuic.; Plat., Nebenform von ἀκράτεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κρατία — Κρατίᾱ , Κρατίευς masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρατίας — Κρατίᾱς , Κρατίευς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθικοκρατία — η το φιλοσοφικό δόγμα κατά το οποίο η ηθικότητα αποτελεί την ύψιστη αξία που καθορίζει το νόημα τού ανθρώπινου βίου και τού κόσμου γενικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + κρατία (< κράτος), πρβλ. αξιο κρατία, δημο κρατία] … Dictionary of Greek
θαλασσοκρατία — η (Α θαλασσοκρατία, αττ. τ. θαλαττοκρατία) η κυριαρχία, η ηγεμονία τών θαλασσών και ειδικότερα ο έλεγχος στις εμπορικές κυρίως οδούς ναυσιπλοΐας («ἥ τε Μίνω θαλαττοκρατία θρυλεῑται καὶ ἡ Φοινίκων ναυτιλία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * +… … Dictionary of Greek
θανατοκρατία — η η θεωρία τού Χαίκελ κατά την οποία μετά τον θάνατο εξαφανίζονται όχι μόνο οι ζωικές λειτουργίες και ιδιότητες αλλά και η λεγομένη ψυχή τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] … Dictionary of Greek
θεατροκρατία — θεατροκρατία, ἡ (Α) το κράτος τών θεατών, η απόλυτη εξουσία τών θεατών στο θέατρο, η επικράτηση και επιβολή τής γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο δράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + κρατία < κρατής < κράτος, πρβλ. δημο κρατία. λαο κρατία] … Dictionary of Greek
ιπποκρατία — ιπποκρατία, ἡ (Α) επικράτηση τού ιππικού, νίκη τού ιππικού σε μάχη («χαίρω τῇ ἱπποκρατίᾳ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] … Dictionary of Greek
ιστοριοκρατία — η η αναγωγή όλων τών πολιτισμικών φαινομένων σε ιστορικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. αξιο κρατία, δημο κρατία] … Dictionary of Greek
κεφαλαιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία, καπιταλιστικός («κεφαλαιοκρατική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, κληρο κρατία. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek
λογικοκρατία — η φιλοσοφικό σύστημα που θεωρεί τη λογική ως βάση τής φιλοσοφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογική + κρατία (< κράτης < κράτος πρβλ. γυναικο κρατία, λαο κρατία)] … Dictionary of Greek
χρησιμοκρατία — η, Ν χρησιμοθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. φαυλο κρατία, ωφελιμο κρατία] … Dictionary of Greek