ακρόαμα — το (Α ἀκρόαμα) αυτό που ακούει κανείς (κυρίως για ευχαρίστηση, μουσικό κομμάτι ή απαγγελία αρχ. στον πληθ. τὰ ἀκροάματα αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, κυρίως κατά τη διάρκεια δείπνου ή συμποσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροῶμαι. ΠΑΡ. ακροαματικός… … Dictionary of Greek
ακρόαμα — το, ατος αυτό που ακούει κανείς, συνήθως με ευχαρίστηση: Το σημερινό ακρόαμα ήταν πολύ ενδιαφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρόαμα — ἀκρόᾱμα , ἀκρόαμα anything heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροάματ' — ἀκροά̱ματα , ἀκρόαμα anything heard neut nom/voc/acc pl ἀκροά̱ματι , ἀκρόαμα anything heard neut dat sg ἀκροά̱ματε , ἀκρόαμα anything heard neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… … Dictionary of Greek
παρακρόαμα — και παρακρόημα, τὸ, Αασύνηθες ακρόαμα ή τυχαίο άκουσμα το οποίο συνήθως εκλαμβάνεται ως οιωνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀκρόαμα] … Dictionary of Greek
ραδιοακρόαμα — το, Ν ακρόαμα που μεταδίδει ραδιοφωνικός σταθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράδιο (II) + ακρόαμα] … Dictionary of Greek
АКРОАМА — • Acroāma, Ακρόαμα, декламация, пение, музыка и т. п. развлечения, особенно во время пира, одним словом все то, что доставляет наслаждение слуху; встречается иногда в соединении с θεώρημα (наслаждение для зрения). Хеn. Sympos. 2, 2.… … Реальный словарь классических древностей
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
ακροαματικός — ή, ό (Α ἀκροαματικός, ή, όν) αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται ειδικά για ακρόαση, αυτός που επιτελείται με προφορική διδασκαλία νεοελλ. (Νομ.) ακροαματική διαδικασία η ενώπιον ακροατηρίου διαδικασία αρχ. 1. ο ικανός να ακούει, να… … Dictionary of Greek
ακροαματικότητα — η [ακροαματικός] (για ραδιόφωνο ή τηλεόραση) το ποσοστό ακροατών ή θεατών που παρακολουθεί αντιστοίχως κάποιο ακρόαμα ή θέαμα «αυτό το πρόγραμμα έχει μεγάλη (ή υψηλή) ακροαματικότητα» … Dictionary of Greek