ἀκρόᾱμα

ἀκρόᾱμα

ἀκρόᾱμα, τό, 1) das Gehörte, Aesch. 3, 241; bes. das, was man gern hört, Ohrenschmaus, Xen. Hier. 1, 14; Men. 2, 1, 31; ϑεάματα καὶ ἀκρ. Conv. 2, 2. – 2) Leute, die sich hören lassen, wie αὐλῃτρίδεςκαὶ ψάλτριαι, Athen. XII, 526 c; von Sängern, Pol. 16, 21, 12, von Schauspielern, Vorlesern n. dgl., Plut. Galb. 16; Ath. IX, 148 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακρόαμα — το (Α ἀκρόαμα) αυτό που ακούει κανείς (κυρίως για ευχαρίστηση, μουσικό κομμάτι ή απαγγελία αρχ. στον πληθ. τὰ ἀκροάματα αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, κυρίως κατά τη διάρκεια δείπνου ή συμποσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροῶμαι. ΠΑΡ. ακροαματικός… …   Dictionary of Greek

  • ακρόαμα — το, ατος αυτό που ακούει κανείς, συνήθως με ευχαρίστηση: Το σημερινό ακρόαμα ήταν πολύ ενδιαφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκρόαμα — ἀκρόᾱμα , ἀκρόαμα anything heard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροάματ' — ἀκροά̱ματα , ἀκρόαμα anything heard neut nom/voc/acc pl ἀκροά̱ματι , ἀκρόαμα anything heard neut dat sg ἀκροά̱ματε , ἀκρόαμα anything heard neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

  • παρακρόαμα — και παρακρόημα, τὸ, Αασύνηθες ακρόαμα ή τυχαίο άκουσμα το οποίο συνήθως εκλαμβάνεται ως οιωνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀκρόαμα] …   Dictionary of Greek

  • ραδιοακρόαμα — το, Ν ακρόαμα που μεταδίδει ραδιοφωνικός σταθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράδιο (II) + ακρόαμα] …   Dictionary of Greek

  • АКРОАМА —    • Acroāma,          Ακρόαμα, декламация, пение, музыка и т. п. развлечения, особенно во время пира, одним словом все то, что доставляет наслаждение слуху; встречается иногда в соединении с θεώρημα (наслаждение для зрения). Хеn. Sympos. 2, 2.… …   Реальный словарь классических древностей

  • άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… …   Dictionary of Greek

  • ακροαματικός — ή, ό (Α ἀκροαματικός, ή, όν) αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται ειδικά για ακρόαση, αυτός που επιτελείται με προφορική διδασκαλία νεοελλ. (Νομ.) ακροαματική διαδικασία η ενώπιον ακροατηρίου διαδικασία αρχ. 1. ο ικανός να ακούει, να… …   Dictionary of Greek

  • ακροαματικότητα — η [ακροαματικός] (για ραδιόφωνο ή τηλεόραση) το ποσοστό ακροατών ή θεατών που παρακολουθεί αντιστοίχως κάποιο ακρόαμα ή θέαμα «αυτό το πρόγραμμα έχει μεγάλη (ή υψηλή) ακροαματικότητα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”