- ἀγρόθι
ἀγρόθι, auf dem Lande, nachhom. Dichter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρόθι, auf dem Lande, nachhom. Dichter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγρόθι — ἀγρόθι επίρρ. (Α) [ἀγρός] στους αγρούς, στην εξοχή … Dictionary of Greek
-θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek