- ἀερό-μορφος
ἀερό-μορφος, luftgestaltet, Orph. H. 14, wo ἠερόμ. zu lesen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀερό-μορφος, luftgestaltet, Orph. H. 14, wo ἠερόμ. zu lesen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηερόμορφος — ἠερόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος)] … Dictionary of Greek