- ἀκρό-ζῡμος
ἀκρό-ζῡμος, leicht gesäuert, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρό-ζῡμος, leicht gesäuert, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακρόζυμος — ἀκρόζυμος, ον (Α) (άρτος) που έχει λίγη ζύμη ή που έχει ψηθεί προτού ολοκληρωθεί η ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + ζυμος < ζύμη] … Dictionary of Greek