ἀκρό-κομος

ἀκρό-κομος

ἀκρό-κομος, 1) auf der Spitze behaart, Hom. einmal, Iliad. 4, 533 Θρήικες ἀκρόκομοι, vielleicht weil sie nur oben auf dem Wirbel Haare trugen u. sonst den Kopf schoren; nach Anderen = καρηκομόωντες; Apoll. lex. Hom. 19, 6 ἀκρόκομοι οἱ μήτε κομῶντες μήτε ἀπεψιλωμένοι τὴν κόμην, also mit kurzabgeschnittenen Haaren, die nicht lang herabhängen, sondern nur ἐν ἄκρᾳ τῇ κεφαλῇ sind. – 2) oben belaubt, κλάδοι Eur. Phoen. 1516; κυπάρισσοι Theocr. 22, 41; πίτυς Archi. 29 (VII, 213).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλόκομος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που αγαπά και περιποιείται πολύ τα μαλλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κομος (< κόμη), πρβλ. ἀκρό κομος] …   Dictionary of Greek

  • ακρόκομος — ἀκρόκομος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην κορυφή τής κεφαλής 2. (για ζώα) αυτός που έχει τρίχες στο πιγούνι 3. (για δέντρα και κυρίως για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα στην κορυφή 4. φρ. «ἀκρόκομοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”