- ἀκρό-χειρ
ἀκρό-χειρ, ἡ, Vorderarm, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρό-χειρ, ἡ, Vorderarm, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
ακρόχειρ — ἀκρόχειρ ( χειρος), ο (Α) 1. το μέρος τού χεριού από τον καρπό και κάτω 2. ο «ανδροφόνος» (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ μεταγενέστερη λ. αντί τού ἄκρα χείρ, πρβλ. και ἀκρόπους] … Dictionary of Greek
ακρόχειρον — ἀκρόχειρον, το (Α) το άκρο τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ] … Dictionary of Greek
ακροχειρία — η (Α ἀκροχειρία) νεοελλ. ομαδικό στρατιωτικό παιχνίδι, κατά το οποίο δύο αντιμέτωπες ομάδες κρατούνται γερά από τα χέρια και καθεμιά προσπαθεί να παρασύρει μέσα στη γραμμή της τους παίκτες τής άλλης αρχ. ο ακροχειρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) +… … Dictionary of Greek
ακροχειρίζω — ἀκροχειρίζω (Α) 1. παίρνω κάτι με την άκρη τού χεριού μου 2. (συνήθ. το μεσ.) αγωνίζομαι από κοντά, όσο φτάνει το χέρι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ. ΠΑΡ. αρχ. ἀκροχείρισις, ἀκροχειρισμός, ἀκροχειριστής] … Dictionary of Greek
ακροχερσίτης — ἀκροχερσίτης, ο (Α) αυτός που πιάνει κάποιον από τα άκρα τών χεριών και συνθλίβει τα δάχτυλα του παρατσούκλι παλαιστή που έσπασε τα δάχτυλα τού αντιπάλου του (Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ] … Dictionary of Greek
θυηπόλος — θυηπόλος, ον θηλ. και η (Α) 1. αυτός που ασχολείται με θυσίες («θυηπόλος χείρ», Αισχύλ.) 2. ως ουσ. μάντης («Κάλχαντι τῷ θυηπόλῳ», Ευρ.) 3. επιγρ. ιερέας 4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ θυηπόλοι (ενν. παρθένοι) οι Εστιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή… … Dictionary of Greek
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek
χεροπάλαμο — το, Ν 1. το άκρο χέρι, η παλάμη με τα δάχτυλα 2. (στον πληθ. χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) χεροπάλαμα με τις παλάμες, με τις χούφτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι (βλ. και λ. χειρ[ο] ) + παλάμη] … Dictionary of Greek
Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… … Dictionary of Greek