- ἀκρό-τομος
ἀκρό-τομος, oben-, scharf abgeschnitten, λίϑοι, behauen, Ios.; πέτρα, schroff, Pol. 9, 27, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρό-τομος, oben-, scharf abgeschnitten, λίϑοι, behauen, Ios.; πέτρα, schroff, Pol. 9, 27, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακρότομος — ἀκρότομος, ον (AM) αυτός που είναι απότομα κομμένος στο άκρο του, απότομος, απόκρημνος, κοφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + τομος < τέμνω. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτομία] … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- — deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū English meaning: tree Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche” Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… … Proto-Indo-European etymological dictionary