- ἀκρόπτερον
ἀκρόπτερον, τό, Flügelspitze, Crinag. 5 (VI, 229); aber ἀνέρες Opp. C. 4, 127 Männer auf der äußersten Spitze.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρόπτερον, τό, Flügelspitze, Crinag. 5 (VI, 229); aber ἀνέρες Opp. C. 4, 127 Männer auf der äußersten Spitze.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακρόπτερον — ἀκρόπτερον, το (Α) 1. η άκρη τού φτερού 2. το άκρο μιας παρατάξεως ή μιας ομάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πτερόν] … Dictionary of Greek
ἀκρόπτερον — quill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόπτερα — ἀκρόπτερον quill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)