- ἀκρωνία
ἀκρωνία, ἡ, Verstümmelung der äußersten Glieder, bei Aesch. Eum. 179 in einer sehr dunklen Stelle; der Schol. erklärt ἐκτομὴ μορίων, aber VLL. ἄϑροισμα. παράστασις, πλῆϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρωνία, ἡ, Verstümmelung der äußersten Glieder, bei Aesch. Eum. 179 in einer sehr dunklen Stelle; der Schol. erklärt ἐκτομὴ μορίων, aber VLL. ἄϑροισμα. παράστασις, πλῆϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρωνία — ἀκρωνίᾱ , ἀκρωνία fem nom/voc/acc dual ἀκρωνίᾱ , ἀκρωνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρωνία — ἀκρωνία, η (Α) [ἄκρων] πιθ. ο ακρωτηριασμός … Dictionary of Greek
ἀκρωνίαι — ἀκρωνία fem nom/voc pl ἀκρωνίᾱͅ , ἀκρωνία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρων — (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Ακράγαντα της Σικελίας. Έζησε πριν από τον Ιπποκράτη και ήταν μαθητής του Εμπεδοκλή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στον μεγάλο λοιμό της Αθήνας το 430 π.Χ., συμβούλεψε τους Αθηναίους να απολυμάνουν τον αέρα ανάβοντας… … Dictionary of Greek