ἀκρωτηρίασμα

ἀκρωτηρίασμα

ἀκρωτηρίασμα, τό, die äußersten Gliedmaßen, Sp., wie Schol. Ap. Rh. 4, 478.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακρωτηρίασμα — ἀκρωτηρίασμα, το (Μ) [ἀκρωτηριάζω] ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα …   Dictionary of Greek

  • ἀκρωτηριασμάτων — ἀκρωτηρίασμα mutilation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωτηριάσματα — ἀκρωτηρίασμα mutilation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”