ἀκρωτηριασμός

ἀκρωτηριασμός

ἀκρωτηριασμός, , Verstümmelung, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκρωτηριασμός — amputation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρωτηριασμός — Η απώλεια ενός μέλους του σώματος ή, ευρύτερα, η απώλεια κάποιας ικανότητας ενός ατόμου. Στην ιατρική α. ονομάζεται η χειρουργική αφαίρεση μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος ή τμήματος ενός οργάνου. Οι λόγοι που οδηγούν τον χειρουργό να κάνει α …   Dictionary of Greek

  • ἀκρωτηριασμοί — ἀκρωτηριασμός amputation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωτηριασμοῦ — ἀκρωτηριασμός amputation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωτηριασμούς — ἀκρωτηριασμός amputation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωτηριασμῶν — ἀκρωτηριασμός amputation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωτηριασμῷ — ἀκρωτηριασμός amputation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωτηριασμόν — ἀκρωτηριασμός amputation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρωτηρίαση — ακρωτηρίαση, η και ακρωτηριασμός, ο 1. η αποκοπή των άκρων σώματος ή πράγματος: Ο ακρωτηριασμός τού έσωσε τη ζωή. 2. υπερβολικό μίκρεμα κάποιου πράγματος: Αυτό δεν ήταν κλάδεμα, αλλά ακρωτηρίαση των δέντρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρωνία — ἀκρωνία, η (Α) [ἄκρων] πιθ. ο ακρωτηριασμός …   Dictionary of Greek

  • ακρωτηρίασις — ἀκρωτηρίασις ( εως), η (Α) [ἀκρωτηριάζω] ο ακρωτηριασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”