- ἀερσί-πορος
ἀερσί-πορος, hoch hinausgehend, ῥέεϑρον Nonn. D. 1, 285.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀερσί-πορος, hoch hinausgehend, ῥέεϑρον Nonn. D. 1, 285.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αερσιπόρος — ἀερσιπόρος, ον (Α) αυτός που προχωρεί ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + πόρος < πείρω (= διαπερνώ, διασχίζω)] … Dictionary of Greek