ὀξύ-θῡμος

ὀξύ-θῡμος

ὀξύ-θῡμος, schnell zum Zorn, jähzornig; Aesch. Eum. 675; Eur. Med. 319 u. öfter; Ar. Vesp. 405. 455; Arist.; Luc. Tim. 3 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηρόθυμος — θηρόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ψυχή θηρίου, θηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + θυμος (< θυμός), πρβλ. δύσ θυμος, οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

  • θρασύθυμος — θρασύθυμος, ον (Α) αυτός που έχει τολμηρή ψυχή, ο γενναιόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + θυμος (< θυμός «ψυχή»), πρβλ. μεγά θυμος, οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

  • κακόθυμος — η, ο (Α κακόθυμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή διάθεση, βαρύθυμος, κακόκεφος, άκεφος αρχ. ο κακώς διατεθειμένος, ο δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θυμος (< θυμός), πρβλ. γλυκύ θυμος, οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

  • καρτερόθυμος — καρτερόθυμος, ον (Α) 1. γενναιόψυχος («Μυσῶν... καρτεροθύμων», Ομ. Ιλ.) 2. ισχυρός, σφοδρός («ἀνέμους... καρτεροθύμους», Ησίοδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + θυμος (< θυμός «ψυχή, πνεύμα»), πρβλ. αγλαό θυμος, οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

  • λιπόθυμος — η, ο αυτός που λιποθύμησε. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + θυμός (πρβλ. καρτερό θυμος, οξύ θυμος). Ο τ. πλάστηκε στους νεώτερους χρόνους προφανώς κατ επίδραση τών αρχ. λιποθυμώ, λιποθυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ …   Dictionary of Greek

  • ηπιόθυμος — ἠπιόθυμος, ον (Α) ο πράος στη διάθεση, ο ήμερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + θυμoς (< θυμός), πρβλ. οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

  • οξύθυμος — η, ο (Α ὀξύθυμος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, αψίθυμος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Αρείου Πάγου) γρήγορος και αυστηρός τιμωρός 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυθυμον α) η ιδιότητα τού οξύθυμου, οξυθυμία, ευθιξία β) είδος τού φυτού θύμος.… …   Dictionary of Greek

  • ράθυμος — η, ο / ῥάθυμος, ον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, ον, Α ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός νεοελλ. αράθυμος αρχ. 1. επιπόλαιος 2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος 3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη… …   Dictionary of Greek

  • θυμικός — ή, ό (Α θυμικός, ή, όν) [θυμός] το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν) το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφία νεοελλ. 1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”