ὀξύ-ηχος

ὀξύ-ηχος

ὀξύ-ηχος, scharf, hell tönend, bes. von hohen Tönen, Sp., καὶ λεπτὸν φϑέγμα, Philostr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξύηχος — η, ο (Α ὀξύηχος, ον) αυτός που παράγει οξύ, διαπεραστικό ήχο, οξύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ηχος (< ἦχος), πρβλ. εύ ηχος] …   Dictionary of Greek

  • κακόηχος — η, ο (Α κακόηχος, ον) αυτός που ηχεί δυσάρεστα. επίρρ... κακοήχως και κακόηχα με κακόηχο τρόπο, κακόφωνα, παράφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηχος (< ἦχος), πρβλ. μεγαλό ηχος, οξύ ηχος] …   Dictionary of Greek

  • σύριγμα — και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν [συρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρίζω, ο ήχος τής σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ ἔχει συρίγματα», Ευρ.) 2. συριστικός ήχος …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • λιγυηχής — λιγυηχής, ποιητ. τ. λιγυαχής, ές (Α) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ ηχής, οξυ ηχής] …   Dictionary of Greek

  • μονόδουπος — μονόδουπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο ήχο ή αυτός που ηχεί ομοιόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * δοῦπος «γδούπος, ήχος» (πρβλ. οξύ δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • οξυηχής — ὀξυηχής, ές (Α) οξύηχος*, αυτός που ηχεί οξέως, που έχει οξεία φωνή, οξύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ηχής (< ἦχος), πβλ. πολυ ηχής] …   Dictionary of Greek

  • σειρήνα — η / σειρήν, ῆνος, ΝΑ, και σιρήνα Α 1. μυθ. στον πληθ. οι σειρήνες μυθικές θηλυκές θεότητες που εικονίζονται με ανθρώπινο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πτηνού και οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην είσοδο τού πορθμού τής Σικελίας και με τη γλυκιά… …   Dictionary of Greek

  • σφύριγμα — το, Ν [σφυρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφυρίζω, το να εκβάλλει κανείς οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με ένα κατάλληλο όργανο, σύριγμα 2. συνεκδ. ο οξύς, διαπεραστικός ήχος που παράγεται όταν σφυρίζει κάποιος 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”