ὀξύ-γλυκυ

ὀξύ-γλυκυ

ὀξύ-γλυκυ, τό, = Vorigem, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευδερκής — εὐδερκής, ές (Α) 1. αυτός που βλέπει καλά 2. αυτός που έχει λαμπρούς οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω») πρβλ. γλυκυ δερκής, οξυ δερκής)] …   Dictionary of Greek

  • κακόθυμος — η, ο (Α κακόθυμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή διάθεση, βαρύθυμος, κακόκεφος, άκεφος αρχ. ο κακώς διατεθειμένος, ο δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θυμος (< θυμός), πρβλ. γλυκύ θυμος, οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίφθογγος — η, ο (Α καλλίφθογγος, ον) αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) *+ φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. γλυκύ φθογγος, οξύ φθογγος] …   Dictionary of Greek

  • λιγυηχής — λιγυηχής, ποιητ. τ. λιγυαχής, ές (Α) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ ηχής, οξυ ηχής] …   Dictionary of Greek

  • πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”