- ὀξύ-κερως
ὀξύ-κερως, ωτος, = Vorigem, Opp. Cyn. 2, 445.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-κερως, ωτος, = Vorigem, Opp. Cyn. 2, 445.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθόκερως — ο, η (Α ὀρθόκερως, ωτος) αυτός που έχει όρθια, ίσα, στητά κέρατα («ὀρθόκερως βοῡς», Αισχύλ.) αρχ. φρ. «ὀρθόκερως φρίκη» φρίκη λόγω τής οποίας σηκώνονται οι τρίχες και στέκονται σαν κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέρως (< κέρας, ατος), πρβλ.… … Dictionary of Greek
οξύκερως — ὀξύκερως, ωτος, ὁ, ἡ (ΑΜ) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα («ὀξύκερως θήρ», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κέρας, κέρως (πρβλ. μονό κερως)] … Dictionary of Greek