ὀξύζω, = ὀξίζω, vgl. Lob. Phryn. p. 210.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξύζω — ὀξύζω (Α) (δ. γρφ.) βλ. οξίζω … Dictionary of Greek
οξίζω — ὀξίζω και ὀξύζω (ΑΜ) [όξος] 1. (ιδίως για κρασί) έχω τη γεύση ή τη μυρωδιά ξιδιού, έχω ξινάδα, ξινίζω 2. επεξεργάζομαι κάτι με την προσθήκη ξιδιού («πόδας χοίρου ὀξίσας», Βί. Αισ.) … Dictionary of Greek