- ἀ-νύμφευτος
ἀ-νύμφευτος, unvermählt, Soph. El. 166; κόραι Lycophr. 1133; von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); – γονή, Geburt aus einer unglücklichen Ehe, Soph. Ant. 966.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-νύμφευτος, unvermählt, Soph. El. 166; κόραι Lycophr. 1133; von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); – γονή, Geburt aus einer unglücklichen Ehe, Soph. Ant. 966.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεονύμφευτος — θεονύμφευτος, ή (AM) (για τη θεοτόκο) η θεόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + νύμφευτος (< νυμφεύομαι), πρβλ. α νύμφευτος, πρωτο νύμφευτος] … Dictionary of Greek
ψευδονύμφευτος — ον, Α (ποιητ. τ.) φρ. «γάμους... ψευδονυμφεύτους» εικονικός γάμος (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + νύμφευτος (< νυμφεύω)] … Dictionary of Greek